- πεντακοσιάρχης
- και πεντακοσίαρχος, ο / πεντακοσιάρχης και πεντακοσίαρχος, ΝΑνεοελλ.1. ο επικεφαλής σώματος πεντακοσίων αντρών2. στρατ. βαθμός κατά τον απελευθερωτικό αγώνα, τον οποίο καθιέρωσε ο Καποδίστριας το 1828αρχ.ο διοικητής σώματος 512 ανδρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι + -άρχης* / -άρχος*].
Dictionary of Greek. 2013.